αγνισμα

αγνισμα
    ἅγνισμα
    -ατος τό культ. очищение, искупление
    

(φόνου Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγνισμα" в других словарях:

  • άγνισμα — ἅγνισμα, το (Α) [ἁγνίζω] 1. εξαγνισμός, καθαρμός 2. μέσο εξαγνισμού, εξιλασμού …   Dictionary of Greek

  • ἅγνισμα — purification neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅγνισμ' — ἅγνισμα , ἅγνισμα purification neut nom/voc/acc sg ἅ̱γνισμαι , ἁγνίζω wash off perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνισμάτων — ἅγνισμα purification neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνίσμασι — ἅγνισμα purification neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνίζω — ἁγνίζω (Α) 1. κάνω κάτι αγνό, καθαρό, εξαγνίζω, αποκαθαίρω 2. θυσιάζω 3. «ἁγνίζειν τὸν θανόντα» καίω τον νεκρό και τόν κάνω καθαρό και ευπρόσδεκτο στους χθόνιους θεούς 4. κατακαίω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἅγνισμα, ἁγνισμός,… …   Dictionary of Greek

  • ραντισμός — Τελετουργική πράξη της οποίας οι ρίζες βρίσκονται στα προχριστιανικά θρησκεύματα. Πρόκειται για ρ. με αγιασμένο νερό, που αποβλέπει στην κάθαρση ή ευλογία προσώπων, οικημάτων, σκευών, πλοίων κλπ. Στην Ελλάδα ο ρ. του είδους γίνεται με ραντιστήρι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»